- ἀμφινάω
- ἀμφινάω,A flow round about,
ὕδατος ἀμφιναέντος Emp.84
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕδατος ἀμφιναέντος Emp.84
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφινάω — ἀμφινάω (Α) ρέω, χύνομαι ολόγυρα από κάτι … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek